ρίζηθεν

ρίζηθεν
Α
επίρρ. από τη ρίζα, σύρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. γαίη-θεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥίζηθεν — from the roots indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατημύω — (Α) 1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”